πυοφθαλμία

πυοφθαλμία
η, Ν
ιατρ. πυώδης φλεγμονή τού ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyophtalmia (< πύον + οφθαλμός + κατάλ. -ία). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν των Σχινᾶ καί Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυοφθαλμικός — ή, ό, Ν [πυοφθαλμία] ο σχετικός με την πυοφθαλμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”